προσῳδιακός

προσῳδιακός
προσῳδιακός,
A f.l. for προσοδιακός in D.H.Comp.4 (v.l. -ῳδικός), Ath.14.631d, Sch.Ar.Nu.651.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσωδιακός — ή, ό / προσωδιακός, ή, όν, ΝΑ [προσῳδία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία 2. φρ. «προσωδιακά μέτρα» τα μέτρα που βασίζονται στην ποσότητα τών συλλαβών, σε αντιδιαστολή προς τα τονικά που βασίζονται στον τόνο τών συλλαβών αρχ …   Dictionary of Greek

  • προσωδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία: Προσωδιακά ποιητικά μέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”