- προσῳδιακός
- προσῳδιακός,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσωδιακός — ή, ό / προσωδιακός, ή, όν, ΝΑ [προσῳδία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία 2. φρ. «προσωδιακά μέτρα» τα μέτρα που βασίζονται στην ποσότητα τών συλλαβών, σε αντιδιαστολή προς τα τονικά που βασίζονται στον τόνο τών συλλαβών αρχ … Dictionary of Greek
προσωδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωδία: Προσωδιακά ποιητικά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)